-
1 καταβαρέω
A weigh down, overload, v.l. for καταπονέω in Luc. DDeor.21.1: metaph., impose a burden on, τινας 2 Ep.Cor.12.16;κ. τὴν Ἰταλίαν ἐσφοραῖς App.BC5.67
;ἀθληταὶ -βαροῦσι τοὺς τεχνίτας Plu.Cleom.27
; τῶν -βαρούντων τὸ σῶμα καμάτων Ps.-Plu.Vit.Hom. 207:—[voice] Pass., to be overborne, crushed,καταβαρεῖσθαι τῇ μάχῃ Plb. 11.33.3
;τοῖς ὅλοις Id.18.21.8
;ὑπὸ τοῦ πάθους D.S.19.24
;ἐν ταῖς λειτουργίαις POxy.487.10
(ii A.D.); also, to be outweighed,ὑπὸ τοῦ συμφέροντος Arr.Epict.2.22.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβαρέω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский